συνεργατική

συνεργατική
η
συνεταιρισμός παραγωγών ή καταναλωτών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοοπερατίβα — η συνεταιρισμός, συνεργατική. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cooperative] …   Dictionary of Greek

  • οργάνωση — Στις κοινωνικές επιστήμες, ο όρος σημαίνει τη συγκρότηση μιας ομάδας ή ολόκληρης της κοινωνίας σύμφωνα με συνειδητή θέληση και κοινή συνεργατική ενέργεια. Ενώ για τον ατομικιστή Σπένσερ η ο. αρχίζει εκεί όπου αρχίζουν οι ανάγκες του ίδιου του… …   Dictionary of Greek

  • πλήθος — το / πλῆθος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πλεῑθος και δωρ. και αιολ. τ. πλᾱθος, Α 1. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ζώων ή ομοειδών πραγμάτων συγκεντρωμένων στο ίδιο μέρος (α. «πλήθος πουλιών» β. «τα πλήθη τών τουριστών» γ. «η βόμβα εξερράγη ανάμεσα στο… …   Dictionary of Greek

  • συνεργατικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που αναφέρεται στους συνεργάτες ή στη συνεργασία 2. το θηλ. ως ουσ. η συνεργατική συνεταιρισμός ατόμων που επιτελούν κοινό έργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεργάτης. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ιω. Σούτζο] …   Dictionary of Greek

  • Κοσίγκιν, Αλεξέι Νικολάγεβιτς — (Alexei Nikolayevich Kosygin, Αγία Πετρούπολη 1904 – Μόσχα 1980). Ρώσος πολιτικός, πρωθυπουργός της ΕΣΣΔ (1964 80). Ήταν γιος εργατών και εργάτης ο ίδιος· σπούδασε στη Συνεργατική Τεχνική Σχολή της Αγίας Πετρούπολης (τότε Λένινγκραντ) και στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”